προσκαταψεύδομαι

προσκαταψεύδομαι
Α·1. λέω και άλλα ψέματα, ψεύδομαι ακόμη περισσότερο
2. βεβαιώνω ψευδώς κάτι ακόμη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ-* + καταψεύδομαι «λέω ψέματα για κάποιον»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”